- ζωάγριος
- ζωάγριος, -ον (Α)1. αυτός που σώζει τη ζωή κάποιου2. φρ. «ζωαγρίους χάριτας ὀφλισκάνω» — οφείλω ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία τής ζωής μου3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωάγριονη θυσία που προσφέρεται για τη σωτηρία κάποιου4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ζωαγρία και ζώγριαα) αμοιβή, λύτρα για τη σωτηρία τής ζωής κάποιουβ) θυσίες που προσφέρονταν στον Ασκληπιό ή άλλους θεούς για τη διάσωση από μιαν ασθένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. είναι ζωάγρια, που είναι σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φράση ζωόν αγρείν + επίθημα -ια- (πρβλ. ανδρ-άγρια*, μοιχ-άγρια*). Από τον τ. ζωάγρια σχηματίστηκε το μετονοματικό ρ. ζωγρώ*, το οποίο στον Όμηρο απαντά μόνο στον ενεστ., ενώ στην ιων.-αττ. απαντά και στον αόριστο (εζώγρησα, εζωγρήθην). Τα ουσ. ζωγρία* και ζωγρείον* είναι παράγωγα μεταρρηματικά τού ζωγρώ].
Dictionary of Greek. 2013.